- αντιστρατηγώ
- ἀντιστρατηγῶ (-έω) (Α)1. οδηγώ τον στρατό εναντίον εχθρού, εκστρατεύω, κάνω πόλεμο2. εναντιώνομαι δραστικά, αντιδρώ.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἀντιστρατήγῳ — ἀντιστράτηγος enemy s general masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)